- φόνιος
- -ον, θηλ. και -ία, Α [φόνος](ποιητ. τ.)1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.)2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.)3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει θάνατο, θανατηφόρος (α. «σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει», Σοφ.β. «οἵα μ' ὀδύνη τείρει φονίου τραύματος», Ευρ.γ. «τίς ὅδ' ἀγὼν φόνιος ἔρχεται», Ευρ.)4. αιμοχαρής, αιμοδιψής5. φρ. «ἔργα φόνια» — φόνοι (Αριστοτ.)6. μτφ. καταστρεπτικός, ολέθριος («ἔφερες ἄχεα πατρίδι φόνια», Ευρ.)7. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φόνιαμε διάθεση για διάπραξη φόνου, με φονική διάθεση.επίρρ...φονίως Μ1. με διάθεση για διάπραξη φόνου2. με ωμό, με απάνθρωπο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.